- αισθαντικότητα
- η [αισθαντικός]ευαισθησία, ευσυγκινησία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αισθαντικότητα — η η ευαισθησία: Είναι παιδί με αισθαντικότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αισθαντικός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να αισθάνεται, ο γεμάτος συναισθήματα, ευαίσθητος, ευσυγκίνητος 2. λεπτός, διακριτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αισθάνομαι ή πιθ. απόδοση στα Ελληνικά τού γαλλ. sensitif ή sensible. ΠΑΡ. νεοελλ. αισθαντικότητα] … Dictionary of Greek
κοιναισθησία — η 1. φυσιολ. το διάχυτο αίσθημα που έχει κάθε άτομο για τη σωματική του ύπαρξη ανεξάρτητα από τη συνδρομή τών αισθήσεων 2. η αίσθηση τού ατόμου για την ανεξάρτητη ύπαρξή του η οποία προέρχεται από τη διάχυτη αισθαντικότητα τών ιστών και τών… … Dictionary of Greek
παλλαισθησία — η φυσιολ. η αισθαντικότητα τών οστών στο ερέθισμα τών δονήσεων, μορφή τής εν τω βάθει αισθαντικότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pallesthesia (< πάλλω + αισθησία)] … Dictionary of Greek
Αμπάτε, Νικολό ντελ’ — (Niccolo dell’ Abbate, Μοντένα 1509; – Φοντενεμπλό 1571). Ιταλός ζωγράφος. Διαμορφώθηκε στον κύκλο του Ντόσο Ντόσι και του Παρμιτζανίνο. Προικισμένος με έμφυτη και λεπτή ευαισθησία για το τοπίο, στις αρχές της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας… … Dictionary of Greek
Δάφνη, Αιμιλία — (Μασσαλία 1887 – Αθήνα 1941). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο της ποιήτριας και πεζογράφου Αιμιλίας Ζωιοπούλου. Υπήρξε σύζυγος του επίσης ποιητή Θρασύβουλου Ζωιόπουλου (Στέφανου Δάφνη, βλ. λ.).Έγραψεθεατρικά μονόπρακτα, μεταξύ των οποίων και το βραβευμένο… … Dictionary of Greek
Μισέ, Αλφρέ ντε- — (Alfred de Musset, Παρίσι 1810 – 1857). Γάλλος ποιητής και συγγραφέας. Στα δεκαοκτώ του χρόνια έγινε δεκτός στον κύκλο των ρομαντικών του Σαλ Νοντιέ, ο οποίος συγκέντρωνε γύρω του τον Ουγκό, τον ντε Βινί, τον Σεντ Μπεβ και άλλους. Από την πρώτη… … Dictionary of Greek
Παρθένης, Κωνσταντίνος — (Αλεξάνδρεια, Αίγυπτος 1878 – Αθήνα 1967). Έλληνας ζωγράφος, ο κυριότερος αναμορφωτής της νεοελληνικής ζωγραφικής στο πρώτο μισό του αιώνα μας. Μετά τις αρχικές σπουδές στην Αλεξάνδρεια συνέχισε τη ζωγραφική του εκπαίδευση στη Ρώμη και στη Βιέννη … Dictionary of Greek
Σέλινγκ, Φρήντριχ Βίλχελμ Γιοζεφ — (Schel ling). Γερμανός φιλόσοφος (Λέομπεργκ, Βύρ τεμπεργκ 1775 Ραγκάτς, Σανκτ Γκάλεν 1854). Μαζί με το Φίχτε και το Χέγγελ, αποτελούν τη μεγάλη τριάδα του νεώτερου ιδεαλισμού. Μετά τις πρώτες σπουδές του στο θεολογικό σεμινάριο του Τύμπινγκεν,… … Dictionary of Greek
Σιμωνίδης — Όνομα αρχαίων Ελλήνων ποιητών. 1. Ο Αμοργίνος. Έλληνας ιαμβικός ποιητής που γεννήθηκε στη Σάμο, κι από εκεί ηγήθηκε μιας ομάδας άποικων που εγκαταστάθηκαν στην Αμοργό. Έζησε στα μέσα του 7oυ αι. π.Χ., και υπήρξε σύγχρονος του Αρχίλοχου, από τον… … Dictionary of Greek